πλασματικῶς

πλασματικῶς
πλασματικός
imitative
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλασματικός — ή, ό / πλασματικός, ή, όν, ΝΑ [πλάσμα] πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» τεχνητή πλειοψηφία) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμα αρχ. (για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”